
Χημικές Βιομηχανίες: Σήμα κινδύνου για επάρκεια προϊόντων και ενεργειακό κόστος
Του Γιάννη Χαλκιαδάκη Για την αύξηση του ενεργειακού κόστους, τις ραγδαίες αλλαγές της νομοθεσίας στην Ε.Ε. τη μείωση των εκπομπών CO2 στο 55% μέχρι το 2030 και τη κλιματική ουδετερότητα για το 2050, που επιφέρουν απώλεια τζίρου 60 δισ. ευρώ συνολικά σε όλη την Ευρώπη, έκανε λόγο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Χημικών Βιομηχανιών (ΣΕΧΒ) Αρμόδιος Γιαννίδης, κατά τη συνάντηση με τους δημοσιογράφους.
Σύμφωνα με τον ίδιο και τα στελέχη του Συνδέσμου και με βάση τη μελέτη του ΙΟΒΕ, οι απώλειες στην παραγωγή της εγχώριας χημικής βιομηχανίας θα έχουν ευρύτερες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία, οι οποίες απορρέουν από τη διασύνδεση του κλάδου με τους υπόλοιπους τομείς οικονομικής δραστηριότητας.
Συγκεκριμένα, για το δυσμενές σενάριο εκτιμάται ότι στην περίπτωση μη εφαρμογής των επιδοτήσεων, και ανάλογα με την αντίδραση της ζήτησης, η επίπτωση στο ΑΕΠ μπορεί να κυμανθεί από 83 εκατ. έως 278 εκατ. ευρώ, ενώ η επίπτωση στην απασχόληση κυμαίνεται από 1.397 έως 4.658 θέσεις εργασίας.
Όμως, με την παροχή επιδότησης στις τιμές ενέργειας οι επιπτώσεις μετριάζονται στα 42 εκατ. έως 138 εκατ. ευρώ και στις 694 έως 2.315 θέσεις εργασίας, χωρίς όμως να συνεκτιμάται το υψηλότερο δημοσιονομικό κόστος από τις αυξημένες επιδοτήσεις των τιμών ενέργειας.
Το 2020 η χημική βιομηχανία κατανάλωσε το 4% της συνολικής κατανάλωσης της βιομηχανίας, ενώ η κατανάλωση ήταν 53% χαμηλότερη σε σχέση με το 2010, ως αποτέλεσμα της εξοικονόμησης που πέτυχε. Στο μείγμα της συνολικής κατανάλωσης, το 45% αφορά ηλεκτρική ενέργεια, το 39% φυσικό αέριο, το υπόλοιπο 16% προϊόντα πετρελαίου, κυρίως LPG.
Παράλληλα, η χημική βιομηχανία για να παράγει χημικά προϊόντα, όπως λιπάσματα καταναλώνει τετραπλάσια ποσότητα σε σχέση με την κατανάλωση φυσικού αερίου για θερμικές ανάγκες, με την παραγωγή των χημικών προϊόντων, να επιβαρύνεται από την αύξηση του κόστους της ενέργειας, αλλά και από τη σημαντική αύξηση του κόστους των πρώτων υλών που εφοδιάζεται από προμηθευτές με μεγάλη κατανάλωση ενέργειας.
Όσον αφορά τις προτάσεις του ΣΕΧΒ, ο σύνδεσμος προτείνει αλλαγή στον τρόπο τιμολόγησης της ηλεκτρικής ενέργειας, ένα ευρύτερο θέμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση που επιδιώκει η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και απαλλαγή από την επιβάρυνση με Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης του φυσικού αερίου που προορίζεται για χημική σύνθεση, καθώς η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που τον επιβάλει σε όλη την Ε.Ε.
Επίσης ζητά να μην υπάρξουν δεσμεύσεις από την Ελλάδα σε οριζόντια μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, αλλά και την προώθηση εναλλακτικών πηγών ενέργειας όπως η βιομάζα και η παραγωγή βιομεθάνιου, καθώς και εξέλιξη των έργων νέας τεχνολογίας, όπως η παραγωγή και αποθήκευση πράσινου υδρογόνου και αμμωνίας.
Στη συνέχεια, τα στελέχη του Συνδέσμου, έβαλαν άλλο ένα ζήτημα που βάζουν οι επαγγελματίες του κλάδου, πως είναι η ανάγκη να μπει ένα ανάχωμα, ένα μορατόριουμ στην «παραγωγή» νομοθετικών πράξεων που υπαγορεύουν διαρκώς νέες υποχρεώσεις και προσαρμογές για τις επιχειρήσεις σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, λέγοντας ΄ότι:
«Ο μετασχηματισμός της βιομηχανίας σε εποχή κρίσης συνεπάγεται κόστος και έχει επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητά της. Πριν από την πανδημία, και οπωσδήποτε πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία και την κρίση στην ενέργεια, η Ε.Ε. έθεσε υψηλούς στόχους όσον αφορά την Πράσινη Συμφωνία και τον μετασχηματισμό της βιομηχανίας:
Τη μείωση εκπομπών CO2 55% για το 2030 και κλιματική ουδετερότητα για το 2050. Την υλοποίηση της στρατηγικής για βιώσιμα χημικά (CSS) που προβλέπει υλοποίηση 85 δράσεων και θα αλλάξει ριζικά 50 νομοθεσίες της Ε.Ε. που αφορούν τη χημική βιομηχανία.
Τον ψηφιακό μετασχηματισμό για μία ανταγωνιστική βιομηχανία της Ε.Ε. Από το 1990, ο μέσος ρυθμός αύξησης των σωρευτικών πρόσθετων νομοθετικών ή μη, πράξεων στην Ε.Ε. ήταν 15% ετησίως».
Σημειώνεται πως μόνο το προηγούμενο έτος, 1.977 νομοθετικές ή μη πράξεις εγκρίθηκαν ή τροποποιήθηκαν, ενώ καταργήθηκαν 1.008 την ίδια περίοδο. Οι αλλαγές που σχεδιάζονται συνεπάγονται κόστος για τη βιομηχανία και επίπτωση στην ανταγωνιστικότητά της, λόγω της απορρόφησης κεφαλαίων και επιστημονικού δυναμικού για έρευνα και ανάπτυξη. Πάντως, ο ΣΕΧΒ συμφωνεί και στηρίζει τους κλιματικούς στόχους της Ε.Ε. για το 2030 και το 2050.
Ολοκληρώνοντας, ένα άλλο ζήτημα που έθεσαν οι επαγγελματίες του κλάδου είναι οι μακροχρόνιες πιστώσεις που στη χώρα μας έχουν σημαντικές επιπτώσεις στον κλάδο της Μεταποίησης και συνιστούν ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα για τη χημική βιομηχανία που ζητά επίλυση.
Μετά την περίοδο της πανδημίας, οι τιμές των πρώτων υλών και των βιομηχανικών προϊόντων έχουν αυξηθεί δραματικά, ενώ η διαθεσιμότητά τους κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Για την αντιμετώπιση του φαινομένου, οι βιομηχανίες πασχίζουν να τροφοδοτηθούν ώστε να καλύψουν τη ζήτηση σε αγαθά, την ώρα που οι ανάγκες για ρευστότητα και μεγάλα αποθέματα είναι τεράστιες. Μία ελληνική βιομηχανία εισάγει από το εξωτερικό πρώτες ύλες και πληρώνει μετρητοίς έως 60 ημέρες.
Αντιθέτως, καλείται να δεχθεί δυσανάλογα μακράς διάρκειας πιστώσεις και μεταχρονολογημένες επιταγές 8-12 μηνών, την ώρα που η ενεργειακή κρίση επιτείνει το πρόβλημα με ανάλογο τρόπο, όταν οι πολυεθνικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα έχουν την δυνατότητα και τους πόρους να μην επηρεάζονται, όσο οι ελληνικές.
Υπενθυμίζεται πως ο κλάδος των χημικών βιομηχανιών Ελλάδος είναι ένας από τους μεγαλύτερους κλάδους της εγχώριας επιχειρηματικότητας καθώς τον απαρτίζουν εταιρείες δομικών υλικών, χρωμάτων, μονώσεων, γεωργικών εφοδίων, λιπασμάτων και εταιρείες καυσίμων.
Στην Ελλάδα, δραστηριοποιούνται στη χημική βιομηχανία, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Eurostat για το έτος 2020, 961 επιχειρήσεις στις οποίες απασχολούνται 12.300 εργαζόμενοι – περιλαμβανομένων των αυτοαπασχολούμενων και των πολύ μικρών επιχειρήσεων, ενώ συνεισφέρει 811 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ.
Ταυτοχρόνως και σύμφωνα με μεγάλη μελέτη του ΙΟΒΕ για τον κλάδο που ολοκληρώθηκε το Μάιο του 2022, για κάθε μία θέση εργασίας στη χημική βιομηχανία αντιστοιχούν 5,7 στην οικονομία.
Ειδικότερα, για κάθε ένα ευρώ δαπάνη στη χημική βιομηχανία, αντιστοιχούν 1,9 ευρώ στην οικονομία. Η πλειονότητα των εταιρειών έχει αντικείμενο δραστηριότητας που σχετίζεται με την παραγωγή καταναλωτικών (45%) και ειδικών χημικών προϊόντων (34%), ενώ αρκετά λιγότερες είναι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή βασικών χημικών ουσιών – κυρίως βασικών ανόργανων ουσιών και πολυμερών.
Πιο αναλυτικά, από τις επιχειρήσεις του κλάδου, οι 170 απασχολούν περισσότερα από δέκα άτομα, αντιπροσωπεύοντας το 93% του κύκλου εργασιών του κλάδου, ενώ περίπου 1.800 επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στο χονδρικό εμπόριο χημικών προϊόντων, στις οποίες απασχολούνται περίπου 7.100 εργαζόμενοι.
Σύμφωνα με τη μελέτη του ΙΟΒΕ, ο κύκλος εργασιών των επιχειρήσεων του κλάδου εκτιμάται ότι πλησίασε το 2021 τα 3,1 δισ. ευρώ, σημειώνοντας ισχυρή άνοδο κατά 24% έναντι του 2020.
Το μεγαλύτερο τμήμα του κύκλου εργασιών της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα συγκεντρώνουν τα ειδικά χημικά, φτάνοντας το 1,1 δισ. ευρώ ή 36% του συνόλου, ενώ μεγάλη βαρύτητα, με 858 εκατ. ευρώ ή 28% του συνόλου έχει και ο τομέας παραγωγής καταναλωτικών χημικών.
Τα βασικά χημικά αντιπροσωπεύουν τα υπόλοιπα 1,06 δισ. ευρώ ή 36% του συνολικού κύκλου εργασιών, έναντι περίπου 60% στην ΕΕ-27, γεγονός που υποδηλώνει την υψηλή εξάρτηση της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα από τις εισαγωγές χημικών πρώτων υλών.