Γκ. Χαρδούβελης: Οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον αρκετά ισχυρές
Του Γιάννη Χαλκιαδάκη. Για τον κομβικό ρόλο που θα συνεχίζουν να διαδραματίζουν η γεωπολιτική αβεβαιότητα και οι ενεργειακές προκλήσεις στις μακροοικονομικές εξελίξεις τα επόμενα δύο-τρία χρόνια, αναφέρθηκε ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας Γκίκας Χαρδούβελης, κατά την παρέμβασή του στο συνέδριο Capital Link, Νέα Υόρκη, επισημαίνοντας πως η βασική μεταβλητή, που πρέπει να παρακολουθείται, είναι ο πληθωρισμός.
Σύμφωνα με τον ίδιο: «Η νομισματική πολιτική είναι σήμερα πιο περιοριστική, επαναφέροντας τα επιτόκια σε πιο φυσιολογικά επίπεδα, συμβατά με τους ιστορικούς τους μέσους όρους, ενώ η δημοσιονομική πολιτική σε επίπεδο Ευρωζώνης δεν έχει πολλά περιθώρια ελιγμών λόγω των αυξημένων επιπέδων δημόσιου χρέους, που άφησε πίσω της η πανδημία.
Στις περισσότερες χώρες ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα είναι χαμηλός ή και αρνητικός το 2023. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει ανθεκτική, με τον 3ο ή 4ο μεγαλύτερο αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, 1,8%. Η οικονομία της διατηρεί ισχυρή δυναμική και υψηλά αποθέματα ρευστότητας τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ) προσφέρει ένα αναπτυξιακό μαξιλάρι ασφαλείας. Η ανάπτυξη βασίζεται σε ένα διαφοροποιημένο και ευρύ φάσμα παραγόντων, που συμπεριλαμβάνει όλες τις υγιείς επιχειρήσεις, που επέζησαν της πολυετούς εγχώριας οικονομικής κρίσης».
Συνεχίζοντας, ο κ. Χαρδούβελης αναφέρθηκε στην εξαμηνιαία έρευνα για την ελληνική επιχειρηματικότητα της Εθνικής Τράπεζας, που διεξάγεται τα τελευταία 14 χρόνια, και δείχνει ότι υπάρχει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον ακόμα και μεταξύ των ΜμΕ, με το 86% να σχεδιάζει επενδύσεις για τα επόμενα πέντε χρόνια, εν μέρει λόγω των ευκαιριών που προσφέρει το ΤΑΑ. Η έρευνα δείχνει μια ξεκάθαρη αντιστροφή της τάσης σε σχέση με 5 χρόνια νωρίτερα, προσθέτοντας:
«Το μακροοικονομικό περιβάλλον του 2023 ενδέχεται να επιβραδύνει προσωρινά τον ρυθμό αύξησης της ζήτησης για νέες χορηγήσεις και να αυξήσει τον πιστωτικό κίνδυνο που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες. Εντούτοις, οι ελληνικές τράπεζες είναι πλέον αρκετά ισχυρές τόσο από πλευράς κεφαλαιακής επάρκειας όσο και ρευστότητας, προσφέροντας άφθονο νέο δανεισμό με λογικά επιτόκια, βοηθώντας έτσι την οικονομία να γίνει πιο παραγωγική».
Για να καταλήξει ότι: «Η ισχύς αυτή των τραπεζών βασίζεται σε σειρά παραγόντων, όπως: 1) η συρρίκνωση του αποθέματος των κόκκινων δανείων σε μονοψήφιο αριθμό για πρώτη φορά από το 2009, 2) η ισχυρή επαναλαμβανόιμενη κερδοφορία, 3) ο χαμηλός λόγος δανείων προς καταθέσεις (<60%), 4) οι επενδύσεις σε νέα πληροφοριακά συστήματα και τεχνολογίες, η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών τους, και οι συνεργασίες τους με εταιρείες fintech, 5) οι βέλτιστες πρακτικές τους σε θέματα εταιρικής διακυβέρνησης, και 6) η μακροπρόθεσμη πελατοκεντρική στρατηγική τους».