Στη λειτουργική κερδοφορία ύψους 230 – 250 εκατ. ευρώ για τη φετινή χρονιά, με τη ζήτηση για έργα υποδομής στην καθαρή ενέργεια, να συνεχίζεται να αυξάνεται, χωρίς όμως να υπάρχει η αντίστοιχη προσφορά, έκανε λόγο ο επικεφαλής οικονομικός διευθυντής της Cenergy Αλέξανδρος Μπένος, παρουσιάζοντας τα οικονομικά αποτελέσματα του 2023 και εστιάζοντας στις προοπτικές για τα επόμενα έτη.
Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά τη σημαντική βελτίωση στα οικονομικά αποτελέσματα το 2023, με το ανεκτέλεστο να ανέρχεται πλέον στα 3,15 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 2,5 δις ευρώ είναι στο σκέλος των καλωδίων και 650 εκατ. ευρώ στο σκέλος των σωλήνων, εκτιμάται ότι φέτος η Cenergy θα επιτύχει υψηλότερη λειτουργική κερδοφορία σε σύγκριση με τα 213,8 εκατ. ευρώ το 2023 και τα 137 εκατ. ευρώ περίπου το 2022.
Αναφορικά με την αύξηση του μεριδίου των έργων έναντι των προϊόντων, ενισχύει το περιθώριο κερδοφορίας και τις ελεύθερες ταμειακές ροές, συμβάλλοντας και στην προσπάθεια για την περαιτέρω μείωση του καθαρού δανεισμού. Το 2023 ο καθαρός δανεισμός υποχώρησε κατά 60 εκατ. ευρώ περίπου.
Ειδικότερα, για τη φετινή χρονιά η εταιρεία αποσκοπεί στην κάλυψη των επενδυτικών δαπανών, που θα παραμείνουν στα ίδια σχεδόν επίπεδα με το 2023, από τη λειτουργική κερδοφορία. Η έναρξη του κύκλου μειώσεων των επιτοκίων από τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες εντός της χρονιάς, θα οδηγήσει και στη μείωση των χρηματοοικονομικών εξόδων. Το 2024 είναι «ξεκαθαρισμένο» για την παραγωγική δραστηριότητα και το μόνο ζήτημα που μπορεί να υπάρξει είναι η εκτέλεση των έργων.
Συνεχίζοντας ο κ. Μπένος, είπε ότι η «φιλοσοφία» της Cenergy είναι η συνέπεια και η συνέχεια στην κερδοφορία, χωρίς απότομες μεταβολές και με επίκεντρο την αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Η εταιρεία εκτιμά ότι η ζήτηση για έργα υποδομής και παραγωγής ενέργειας, όπως είναι οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις, τα υπεράκτια αιολικά πάρκα, αλλά και τα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου, θα συνεχίζει να είναι υψηλή και μετά την τρέχουσα δεκαετία, καθώς δεν φαίνεται να επιτυγχάνονται οι κλιματικοί στόχοι που έχουν τεθεί έως το 2030.
Ειδικότερα για τις ΗΠΑ, αυτές αποτελούν ένα «καινούριο κεφάλαιο» για τη Cenergy, με την προσοχή να στρέφεται και στα έργα δέσμευσης και αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα (CCS). Εφόσον τελικά αποφασιστεί να προχωρήσει η επένδυση της Cenergy στις ΗΠΑ, μπορεί να υλοποιηθεί κλιμακωτά και δεν θα αφορά μόνο την κατασκευή υποβρύχιων καλωδίων.
Αναφορικά με το έργο για την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Αιγύπτου (GREGY), επισημάνθηκε ότι είναι ένα μεγάλο έργο, για το οποίο θα πρέπει η Ελλάδα να αποφασίσει να δώσει εγχώρια προστιθέμενη αξία. Σχετικά με το project του East Med, σημειώθηκε ότι κατά βάση είναι «πολιτικό θέμα» αν προχωρήσει η υλοποίηση του, ωστόσο προς το παρόν το τοπίο παραμένει «ομιχλώδες».
Παράλληλα, η Cenergy εστιάζει επίσης την προσοχή της στις αγορές της Νοτίου Αμερικής (με επίκεντρο τη Χιλή), του Μεξικού, όπου αναμένονται δύο σημαντικά projects, του Ισραήλ, της Αυστραλίας και της Ταϊβάν. Στην Ευρώπη, το ενδιαφέρον στρέφεται στα έργα μεταφοράς ενέργειας, όπως άλλωστε και στην Ελλάδα. Η αγορά της Μέσης Ανατολής φαίνεται να μην παρουσιάζει σημαντικές ευκαιρίες, λόγω κυρίως της αυξημένης διείσδυσης ινδικών εταιρειών.
Αναφορικά με μια πιθανή εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές τον ερχόμενο Νοέμβριο στις ΗΠΑ, επισημάνθηκε πως είναι ένα ζήτημα που απασχολεί και τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, καθώς στην περίπτωση αυτή δεν αναμένεται κάποια ιδιαίτερη μεταβολή στη βιομηχανική – εμπορική πολιτική της αμερικανικής κυβέρνησης σε σύγκριση με αυτή που εφαρμόζεται σήμερα, αφού η κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν ουσιαστικά συνεχίζει την ίδια πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ.
Ωστόσο, ο εμπορικός «πόλεμος» συνεχίζεται χωρίς σημαντικές αλλαγές, ενώ απέναντι στον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τις ασιατικές χώρες και την ενίσχυση του προστατευτισμού στις ΗΠΑ, το ζητούμενο είναι να υπάρξει μια οργανωμένη ευρωπαϊκή απάντηση, προκειμένου να καλυφθεί, μεταξύ άλλων και το μεγάλο έλλειμμα στην έρευνα.
Άλλωστε στο ίδιο πλαίσιο, κινούνται και οι τοποθετήσεις και άλλων μεγάλων ευρωπαϊκών βιομηχανικών επιχειρήσεων, όπως αποτυπώνεται και στη «Διακήρυξη της Αμβέρσας» για την ανάγκη μιας Βιομηχανικής Συμφωνίας (Industrial Deal) που θα ενσωματωθεί στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία (EU Green Deal).
Ταυτοχρόνως, στη βιομηχανία επικρατεί έντονος σκεπτικισμός για μέτρα όπως αυτά που αφορούν στο μηχανισμό συνοριακής προσαρμογής άνθρακα (CBAM), καθώς απαιτούνται περισσότερες διευκρινίσεις για τη λειτουργία του, ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για την αποτροπή της λεγόμενης διαρροής άνθρακα (carbon leakage), δηλαδή της μετεγκατάστασης των ευρωπαϊκών βιομηχανικών επιχειρήσεων σε περιοχές του πλανήτη με πιο «χαλαρούς» ή και ανύπαρκτους πολλές φορές, περιβαλλοντικούς κανόνες σε σύγκριση με την Ευρώπη.