
Στην προτροπή προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πως θα πρέπει να συνεχίσει να μειώνει σταθερά τα επιτόκια και να αποφύγει μεγαλύτερες μειώσεις, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας που προκάλεσε η επανεκλογή του Donagd Trump, εστίασε ο Γιάννης Στουρνάρας, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στη συνέντευξη που παραχώρησε στο Politico.
Σύμφωνα με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εάν εφαρμοστούν οι πολιτικές που υποσχέθηκε προεκλογικά ο Trump, υπάρχει κίνδυνος αναζωπύρωσης του πληθωρισμού, σημειώνοντας ότι:
«Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιμένουμε να αναλάβουν τα καθήκοντά τους ο νέος πρόεδρος και η νέα κυβέρνηση και στη συνέχεια να επανεξετάσουμε τη θέση μας».
Παράλληλα, πολλά θα εξαρτηθούν από το αν ο Trump θα επιβάλει, όπως έχει απειλήσει, υψηλούς δασμούς στους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ και από το πώς αυτοί με την σειρά τους θα αντιδράσουν, με τον κ. Στουρνάρα να αναφέρει πως η επιβολή υψηλών δασμών από τις ΗΠΑ, θα οδηγήσει σε χαμηλότερη ανάπτυξη και χαμηλότερο πληθωρισμό για τη ζώνη του ευρώ σε περίπτωση που η Ευρώπη αποφασίσει να μην προβεί σε αντίποινα.
Εάν, όμως, η Ευρώπη επιλέξει να λάβει αντίμετρα, μπορεί επίσης να αντιμετωπίσει αλματώδη άνοδο του πληθωρισμού, αλλά σε κάθε περίπτωση, κατά τον διοικητή: «όλα δείχνουν προς την κατεύθυνση περαιτέρω μειώσεων των επιτοκίων» από την ΕΚΤ, δεδομένου ότι η οικονομία αγωνίζεται να βγει από το τέλμα εφέτος και ότι ο πληθωρισμός έχει υποχωρήσει και θα επανέλθει στο στόχο της ΕΚΤ πολύ ταχύτερα από ότι αναμενόταν.
Όμως, επί του παρόντος, ο κ. Στουρνάρας αναμένει ότι η ΕΚΤ θα προχωρήσει σε μια σειρά μειώσεων των επιτοκίων σε διαδοχικές συνεδριάσεις της, μέχρις ότου αυτά φθάσουν στο “ουδέτερο” επίπεδο, στο οποίο ούτε θα περιόριζαν ούτε θα ενίσχυαν την οικονομική δραστηριότητα.
Μάλιστα, ο ίδιος θεωρεί ότι το επίπεδο αυτό είναι περίπου 2%, ενώ το βασικό επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων της ΕΚΤ έχει διαμορφωθεί στο 3,25% από τον Οκτώβριο. Ως κατάλοιπο των αλλεπάλληλων διαταραχών που έπληξαν την οικονομία, αρχικά λόγω της πανδημίας και στη συνέχεια λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και του αυξανόμενου κατακερματισμού της παγκόσμιας οικονομίας, υπάρχει τεράστια αβεβαιότητα στο Διοικητικό Συμβούλιο για το ακριβές ύψος του ουδέτερου επιτοκίου, παρατηρώντας ότι:
«Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, τα επιτόκια σήμερα βρίσκονται σε αρκετά περιοριστικό έδαφος, [παρότι] ο πληθωρισμός είναι πολύ κοντά στο στόχο», ενώ επισήμανε ότι ο στόχος του 2% πιθανότατα θα επιτευχθεί κατά τρόπο διατηρήσιμο το β΄ τρίμηνο του επόμενου έτους – δύο τρίμηνα νωρίτερα από ότι αρχικά αναμενόταν, λέγοντας πως: «Εάν ο πληθωρισμός συνεχίσει τη σημερινή πορεία του, τότε μπορούμε να μειώνουμε τα επιτόκια σε κάθε συνεδρίαση, εφόσον παραμένουν σε περιοριστικό έδαφος».
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας αρνήθηκε να απαντήσει στο ερώτημα εάν τάσσεται υπέρ ακόμη μεγαλύτερων μειώσεων των επιτοκίων, ώστε να δοθεί ώθηση στην ευρωπαϊκή οικονομία, σημειώνοντας ότι: «Είναι πολύ νωρίς για να πω», καθώς πρόσφατα στοιχεία έδειξαν ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε περισσότερο από ότι αναμενόταν το γ΄ τρίμηνο, κατά 0,4%. Όμως, αυτό οφειλόταν εν μέρει στην έκτακτη ενίσχυση της κατανάλωσης λόγω της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι.
Σε άλλα σημεία της συνέντευξης, ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε με πάθος τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, ενώ κάποιοι συνάδελφοί του πιέζουν, ώστε η πραγματοποίηση μεγάλης κλίμακας αγορών περιουσιακών στοιχείων να είναι πιο δύσκολη στο μέλλον.
Εν όψει της νέας επανεξέτασης της στρατηγικής, η οποία έχει προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το δεύτερο εξάμηνο του 2025, η Isabel Schnabel, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής και αρμόδια για τις παρεμβάσεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές, υποστήριξε ότι «οι προϋποθέσεις για την έναρξη ποσοτικής χαλάρωσης θα πρέπει να είναι αυστηρότερες από ότι στο παρελθόν».
Η ΕΚΤ την τελευταία δεκαετία απέκτησε ομόλογα συνολικού ύψους ελαφρώς άνω των 5 τρισ. ευρώ μέσω των ποικίλων προγραμμάτων αγοράς τίτλων που εφάρμοσε με σκοπό την αντιμετώπιση κρίσεων. Ωστόσο, η τεράστια υπερβάλλουσα ρευστότητα που δημιουργήθηκε με αυτό τον τρόπο, έχει έκτοτε καταστήσει δυσκολότερη την προσπάθεια της ΕΚΤ να κατευθύνει την οικονομία, σύμφωνα με την κ. Schnabel.
Ενώ η ποσοτική χαλάρωση έχει αποδειχθεί ισχυρό εργαλείο για τη σταθεροποίηση των αγορών, «η σχέση κόστους-οφέλους είναι λιγότερο ευνοϊκή για την τόνωση της οικονομίας όταν τα επιτόκια έχουν φθάσει στο ελάχιστο δυνατό επίπεδο», ανέφερε σε πρόσφατη ομιλία της.
Ο κ. Στουρνάρας διαφώνησε επ’ αυτού, επικαλούμενος μελέτες που έδειξαν ότι η ποσοτική χαλάρωση συνέβαλε στην αποτροπή του αποπληθωρισμού, στηρίζοντας έτσι την ανάπτυξη, ιδίως σε μια περίοδο κατά την οποία τα επιτόκια δεν ήταν δυνατόν να μειωθούν περαιτέρω. «Χωρίς την ποσοτική χαλάρωση, ίσως θα είχαμε πολύ χαμηλότερο πληθωρισμό και πολύ βραδύτερη ανάπτυξη», δήλωσε.
Επίσης, δεν θεωρεί ότι η άρση των μέτρων είναι υπερβολικά αργή, επισημαίνοντας ότι η ΕΚΤ μειώνει τον ισολογισμό της ταχύτερα από ό,τι ορισμένες άλλες κεντρικές τράπεζες, χωρίς ανεπιθύμητες επιπτώσεις στα μακροπρόθεσμα επιτόκια.
Ο κ. Στουρνάρας προειδοποίησε ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Ευρώπη να ξαναβρεθεί σύντομα αντιμέτωπη με παρόμοιες συνθήκες – οπότε θα χρειαζόταν και πάλι ποσοτική χαλάρωση. «Εάν η οικονομία επιβραδυνθεί, εάν τα πράγματα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού χειροτερέψουν, εάν επιβληθούν παντού δασμοί, εάν υπάρξουν εμπορικά αντίποινα, τότε μπορεί να έχουμε ύφεση και αποπληθωρισμό».