1. Home
  2. Το πρωτοσέλιδο
  3. Γιατί ξεπέρασαν το 1,75 δισ. ευρώ οι προσφορές για το ομόλογο της Alpha Bank , αντλώντας 400 εκατ. ευρώ;
Γιατί ξεπέρασαν το 1,75 δισ. ευρώ  οι προσφορές για το ομόλογο της Alpha Bank , αντλώντας 400 εκατ. ευρώ;

Γιατί ξεπέρασαν το 1,75 δισ. ευρώ οι προσφορές για το ομόλογο της Alpha Bank , αντλώντας 400 εκατ. ευρώ;

0

Του Γιάννη Χαλκιαδάκη. Εκμεταλλευόμενη το θετικό κλίμα απέναντι στην Ελλάδα,  έπειτα από την αναβάθμιση της Fitch και με προσφορές  που ξεπέρασαν το 1,75 δισ. ευρώ και  οι οποίες προήλθαν από σχεδόν 200 κυρίως διεθνείς μακροπρόθεσμους επενδυτές, άντλησε τελικά 400 εκατ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας κατά 5,7 φορές, τον  αρχικό στόχο για το Additional Tier 1 ομόλογο,  η  Alpha Bank, με τον CEO  Βασίλη Ψάλτη.

Πιο αναλυτικά, το κουπόνι αρχικά είχε διαμορφωθεί στο 12,25%-12,5% και τελικά υποχώρησε στο 11,875%, ενώ ο τίτλος, που θα διαπραγματεύεται στην αγορά του Λουξεμβούργου, είναι Additional Tier 1 και προσμετράται στα κεφάλαια, έχοντας τη  δυνατότητα επαναγοράς σε 5,5 χρόνια. Την έκδοση ανέλαβαν η Citi, ως Sole Structuring Advisor,  και οι Barclays, BofA Securities, Citi, JP Morgan και Nomura, ως Joint Bookrunners, που  τη Δευτέρα διοργάνωσαν σειρά παρουσιάσεων σε ενδιαφερόμενους επενδυτές σταθερού εισοδήματος.

Βέβαια, η έκδοση έρχεται έπειτα από την επιτυχή έξοδο του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με το νέο 10ετές ομόλογο και είναι η δεύτερη για ελληνική τράπεζα φέτος, μετά το ομόλογο που εξέδωσε η Eurobank, με την Alpha Bank να θέλει και αυτή να κεφαλαιοποιήσει το θετικό κλίμα που υπάρχει γύρω από την Ελλάδα αλλά και τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο. Τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν υπεραποδώσει το τελευταίο διάστημα, ενώ πολύ καλές επιδόσεις έχουν σημειώσει και οι τίτλοι των ελληνικών τραπεζών καθώς και οι μετοχές τους.

Υπενθυμίζεται  πως  οι εκθέσεις για τις ελληνικές τράπεζες,  ξεπερνούν τις 15 και από τα τέλη Νοεμβρίου, είναι όλες θετικές, με τους μεγάλους επενδυτικούς οίκους που παρακολουθούν τον ελληνικό κλάδο,  να ανεβάζουν τις τιμές-στόχους για τις μετοχές τους, όπως οι Goldman Sachs, HSBC, J.P. Morgan, Morgan Stanley, Deutsche Bank και Wood.

Ωστόσο, η έξοδος της Alpha Bank  έρχεται μετά την αναβάθμιση της Fitch Ratings, που πλέον βαθμολογεί την τράπεζα με  “B+” από “B”, με σταθερό outlook, ενώ ο οίκος σημείωσε ότι η αναβάθμιση έρχεται να αναγνωρίσει την ισχυροποιημένη κεφαλαιακή θέση της  τράπεζας ως αποτέλεσμα της βελτιωμένης ποιότητας κερδοφορίας της και την ενίσχυση των κεφαλαιακών αποθεμάτων της. Μάλιστα, η ίδια πρόσθεσε ότι έχει μειωθεί το βάρος για τα κεφάλαια της τράπεζας,  από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα, για τα οποία δεν έχουν σχηματιστεί προβλέψεις. Όπως είπε  χαρακτηριστικά η Fitch: «η αναβάθμιση αντανακλά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί στη δραστική μείωση των NPEs, τόσο μέσω πωλήσεων και τιτλοποιήσεων όσο και οργανικά».

Παράλληλα και σύμφωνα με την ανακοίνωση της Alpha Bank, η έκδοση ΑΤ1 έρχεται ως αποτέλεσμα της επιτυχούς υλοποίησης του Στρατηγικού Σχεδίου “Project Tomorrow” και τη βελτίωση της κερδοφορίας της το 2022, ενώ ως μέρος του σχεδιασμού της για άντληση κεφαλαίων με στόχο την πιστωτική επέκταση, ήδη από το 2021, είχε συμπεριλάβει και τις εκδόσεις ομολόγων Additional Tier 1, υπό την προϋπόθεση της επίτευξης δείκτη βασικών κεφαλαίων σε επίπεδα τουλάχιστον 13%.

Ταυτοχρόνως, η έκδοση αναμένεται να ενισχύσει  τα εποπτικά της κεφάλαια και να της επιτρέψει, μέσω μόχλευσης, να στηρίξει περαιτέρω την επιχειρηματικότητα και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά και την τήρηση των δεσμεύσεων που έχει αναλάβει έναντι των μετόχων της. Έτσι, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για βελτιστοποίηση της κεφαλαιακής διάρθρωσης της,  κατά τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες έχουν εξαντλήσει τα περιθώρια εκδόσεως ομολόγων Αdditional Τier 1 και Tier 2.

Πλέον, η συναλλαγή αναμένεται να βαθμολογηθεί από τη Moody’s και θα διαθέτει προσωρινό μηχανισμό write-down εάν ο δείκτης CET1 1 του Ομίλου πέσει κάτω από 5,125%, ενώ σύμφωνα με τη σχετική παρουσίαση της Alpha Bank, ο δείκτης CET1 το 2023 θα διαμορφωθεί στο 13,5%, fully loaded, ξεπερνώντας τον στόχο, με το 2024 να  εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο 15%.