1. Home
  2. Το πρωτοσέλιδο
  3. Αλλάζει η εικόνα του ΧΑ, με την αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές, από την FTSE Russell
Αλλάζει η εικόνα του ΧΑ, με την αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές, από την FTSE Russell

Αλλάζει η εικόνα του ΧΑ, με την αναβάθμιση στις ανεπτυγμένες αγορές, από την FTSE Russell

0

Του Γιάννη Χαλκιαδάκη. Στην αναβάθμιση  του Χρηματιστηρίου Αθηνών, από την  FTSE Russell  στην  κατηγορία των ανεπτυγμένων αγορών, καθώς  από το 2013, είχε υποβαθμιστεί από όλους τους οίκους στις αναδυόμενες αγορές, με τον  κύκλο της κρίσης  να κλείνει επίσημα, κατηγοριοποιώντας  το Χ.Α ως developed market, με ισχύ από  τις 21 Σεπτεμβρίου του 2026

Αξίζει να αναφερθεί, πως σύμφωνα με τον κανονισμό του οίκου, μεσολαβεί πάντα ένα διάστημα έξι μηνών μίνιμουμ για τη διαδικασία μετάταξης, με τα μέλη του παρόχου να επιλέγουν τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους.

Βέβαια σε βάθος χρόνου,  θα φανεί το πλήρες όφελος της αναβάθμισης,  όταν μάλιστα  θα ακολουθήσουν ανάλογες κινήσεις και από τους υπόλοιπους παρόχους δεικτών, όπως της Stoxx τον Απρίλιο του 2026, της  S&P τον Σεπτέμβριο του 2026 και  την MSCI πολύ αργότερα, αφού  ακόμα δεν έχει βάλει το Ελληνικό Χρηματιστήριο  σε watch list για αναβάθμιση.

Υπενθυμίζεται, πως από τον Οκτώβριο του 2024,  ο FTSE Russell, είχε εντάξει το Χ.Α σε λίστα παρακολούθησης για αναβάθμιση,  ενώ τον Απρίλιο του 2025, κατά την ενδιάμεση αξιολόγησή του, το είχε κρατήσει “stand bay”, καθώς όπως  είχε αναφερθεί,  με την  αναβάθμιση της χώρας  από την Moody’s σε επενδυτική βαθμίδα, που είχε μόλις συμβεί,  πληρούσε τα 22 κριτήρια ποιότητας, αλλά  και τα όρια μεγέθους και εμπορευσιμότητας που έχει θέσει ο οίκος.

Πλέον, η ψήφος εμπιστοσύνης του FTSE Russell στην ελληνική αγορά είναι αδιαμφισβήτητη, επιβεβαιώνοντας  την πρόοδο που έχει συντελεστεί στα κρίσιμα μεγέθη τόσο της αγοράς, όσο και των ελληνικών εισηγμένων, με το κύρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών να  ενισχύεται, αποκτώντας, καθώς οι emerging markets τείνουν να είναι high risk, ενώ ανοίγει ένα κοινό μεγάλων και ποιοτικών επενδυτών, αφού άλλωστε, η σημαντική αύξηση της συναλλακτικής δραστηριότητας που παρατηρείται το 2025, σε σημαντικό βαθμό συνδέεται και με την προσδοκία  της αναβάθμισης.

Η οποία αναβάθμιση ήρθε  τη  σωστή στιγμή που η Ελληνική χρηματιστηριακή αγορά,  βρίσκεται ήδη στην “δημοσιότητα” λόγω και της δημόσιας πρότασης του Euronext, που τρέχει από της Δευτέρα, βάζοντας έτσι την Ελλάδα ακόμα πιο έντονα στο κάδρο της επενδυτικής κοινότητας.

Σημειώνεται πως  η JP Morgan, που εδώ και ένα πολύ μεγάλο διάστημα τηρούσε  overweight στάση στις ελληνικές μετοχές και μένει να φανεί τι θα κάνει έπειτα από την τελευταία απόφαση του FTSE Russell,  επανειλημμένα έχει αναφέρει πως  αναβάθμιση του Χ.Α. στις ανεπτυγμένες αγορές δεν είναι θετική για τις προοπτικές της αγοράς η οποία έχει πολλά να χάσει από αυτή την μετάταξη, αφού  θα σημειωθούν εκροές αλλά, κυρίως, πολλές ελληνικές μετοχές θα χάσουν την  θέση τους  και την προσοχή των επενδυτών.

Ωστόσο, οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών και ειδικά των τραπεζών, όπως είχε σημειώσει, συγκρίνονται ευνοϊκά σε σχέση με αυτές άλλων αναδυόμενων αγορών, αλλάζοντας θέση  η Ελλάδα, με τις  αποτιμήσεις των ελληνικών τραπεζών, για παράδειγμα, δεν θα θεωρούνται ελκυστικές σε σχέση με αυτές των ευρωπαϊκών καθώς το discount που υπήρχε έχει πλέον κλείσει.

Όμως και η HSBC έθεσε τους δικούς της προβληματισμούς την προηγούμενη εβδομάδα, καθώς όπως  σημείωσε, η Ελλάδα παραμένει στη λίστα παρακολούθησης του FTSE Russell για αναταξινόμηση σε “ανεπτυγμένη¨ αγορά, με την πιθανή απόφαση στις 7 Οκτωβρίου να εξαρτάται από τις βελτιώσεις στην κλίμακα της αγοράς, ενώ η  MSCI αποφάσισε να μην αναβαθμίσει την Ελλάδα σε καθεστώς ανεπτυγμένης αγοράς στην ετήσια αξιολόγηση κατάταξης χωρών τον Ιούνιο, κυρίως λόγω των απαιτήσεων μεγέθους και διαρκούς ρευστότητας.

Ειδικότερα, η ίδια η  MSCI υπέδειξε ότι αυτές οι απαιτήσεις μπορεί να είναι  τελικά άδικες, καθώς αντιμετωπίζει τις ευρωπαϊκές χώρες στον δείκτη Αναπτυγμένων Αγορών ως ενιαία οντότητα, με την  HSBC να λέει πως  η προτεινόμενη εξαγορά του Χ.Α από την Euronext θα μπορούσε να έχει θετικό αντίκτυπο στη βελτίωση της ολοκλήρωσης και της ρευστότητας