
Του Γιάννη Χαλκιαδάκη. Για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αλλά και τις δράσεις που έχουν αναλάβει για το θέμα αυτό τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος, έκανε λόγο ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας, στην ομιλία του κατά την αναγόρευσή του σε Επίτιμο Διδάκτορα του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών.
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα: «Η σημερινή μου ομιλία θα εστιάσει στο κρίσιμο θέμα της αλλαγής του κλίματος, ένα θέμα με το οποίο οι κεντρικές τράπεζες ασχολούμαστε ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, και, όπως με χαρά διαπιστώνω στο πλαίσιο των προγραμμάτων σπουδών του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών διδάσκονται σχετικά μαθήματα και έχουν εκπονηθεί αντίστοιχα μεταπτυχιακές διατριβές».
Όμως: «Τόσο τα ακραία καιρικά φαινόμενα που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή, όσο και η πράσινη μετάβαση, έχουν σημαντικές μακροοικονομικές επιπτώσεις και δεν αποτελούν πρόβλημα κάποιου μακρινού μέλλοντος», σημειώνοντας ότι στόχος της νομισματικής πολιτικής είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών μεσοπρόθεσμα, λέγοντας πως:
«Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει τόσο βραχυχρόνια, όσο και μακροχρόνια τον πληθωρισμό και την ανάπτυξη, καθιστώντας ολοένα και πιο δύσκολη τη σωστή αξιολόγηση των οικονομικών προοπτικών και ακολούθως τη χάραξη κατάλληλης νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες».
Συνεχίζοντας, ο επικεφαλής της ΤτΕ, διαμήνυσε, ότι: «οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση – πάντα βέβαια εντός των ορίων της εντολής του και προς όφελος των κοινωνιών. Και αυτό γιατί οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορούν να επηρεάσουν, όπως ανέφερα ήδη, τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να δημιουργήσουν κλυδωνισμούς στη σταθερότητα των τιμών».
Ωστόσο, ο κ. Στουρνάρας, σημείωσε πως: «Σε γενικές γραμμές, αναμένουμε αύξηση της μεταβλητότητας των βασικών μακροοικονομικών μεγεθών, όπως ο πληθωρισμός και ο ρυθμός ανάπτυξης, κάτι που δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα στις προβλέψεις μας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και εντέλει στη χάραξη της νομισματικής πολιτικής. Η κατανόηση, λοιπόν, των μακροοικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής είναι απαραίτητη για να αξιολογήσουμε πώς θα επηρεαστεί ο μηχανισμός μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και συνεπώς η επίτευξη του στόχου μας για σταθερότητα των τιμών».
Κατόπιν, μιλώντας για τις δράσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος, επισήμανε ότι: «Είναι σαφές πως όλοι έχουμε ένα ρόλο να διαδραματίσουμε στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, ακόμα κι αν τον πρωταρχικό λόγο έχουν οι εκλεγμένες κυβερνήσεις, μέσω φόρων, επιδοτήσεων, κανονιστικών πράξεων και δημοσίων επενδύσεων. Οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση – πάντα βέβαια εντός των ορίων της εντολής μας και προς όφελος των κοινωνιών.
Και αυτό γιατί οι κίνδυνοι που σχετίζονται με το κλίμα αποτελούν πηγή αστάθειας και ευπάθειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθώς μπορούν να επηρεάσουν, όπως ανέφερα ήδη, τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής και να δημιουργήσουν κλυδωνισμούς στη σταθερότητα των τιμών. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες λαμβάνουν συγκεκριμένα μέτρα για την ίδια τη λειτουργία τους, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και βεβαίως τις εποπτικές τους αρμοδιότητες.
Το 2021, στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), συμφωνήσαμε σε ένα ολοκληρωμένο και φιλόδοξο σχέδιο δράσης για την περαιτέρω ενσωμάτωση παραμέτρων σχετικών με τη κλιματική αλλαγή στη στρατηγική νομισματικής πολιτικής μας και τη συστηματικότερη συνεκτίμηση των ζητημάτων βιωσιμότητας στις δράσεις μας.
Έκτοτε, σημειώνουμε πρόοδο στην εφαρμογή αυτού του σχεδίου – για παράδειγμα, η ΕΚΤ έχει αρχίσει να λαμβάνει υπόψη την κλιματική αλλαγή στις επανεπενδύσεις εταιρικών ομολόγων, επιδιώκοντας την αγορά τους από εκδότες που εμφανίζουν καλύτερες κλιματικές επιδόσεις, και στο πλαίσιο που διέπει τις εξασφαλίσεις, ενώ ενσωματώνει τα θέματα κλιματικής αλλαγής στις αναλύσεις της, στα υποδείγματα μακροοικονομικών προβλέψεων και στη διαχείριση κινδύνων
Το σχέδιο δράσης περιλαμβάνει τα παρακάτω έξι πεδία προτεραιότητας: 1) ανάλυση των μακροοικονομικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και των μέτρων αντιμετώπισής της στον πληθωρισμό και στην οικονομία, 2) βελτίωση της διαθεσιμότητας και της ποιότητας των στοιχείων για το κλίμα, 3) αξιολόγηση των χρηματοοικονομικών κινδύνων που σχετίζονται με το κλίμα,
4) δυνατότητες ενσωμάτωσης των θεμάτων κλιματικής αλλαγής στις πράξεις νομισματικής πολιτικής και εκτίμηση των επιπτώσεων αυτών των θεμάτων στην νομισματική πολιτική, 5) ανάλυση και συμβολή σε συζητήσεις για τις πολιτικές ενίσχυσης της πράσινης χρηματοδότησης και 6) αύξηση της διαφάνειας της πληροφόρησης και προώθηση βέλτιστων πρακτικών για τη μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος».
Στη συνέχεια, ο διοικητής της ΤτΕ, υποστήριξε πως: « Στο Ευρωσύστημα έχουμε δεσμευτεί να κάνουμε τακτική ανασκόπηση της αποτελεσματικότητας των ενεργειών μας για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής – και εάν χρειάζεται να προσαρμόζουμε ανάλογα τις δράσεις μας. Καθώς η θεματική του κλίματος και της βιωσιμότητας είναι σχετικά νέα, παράλληλα με τα σημαντικά βήματα προόδου που έχουμε κάνει, υπάρχουν ακόμα νέες, σημαντικές προκλήσεις μπροστά μας.
Μία τέτοια πρόκληση αποτελεί και η ενσωμάτωση κλιματικών παραμέτρων στις αγορές κρατικών τίτλων των χαρτοφυλακίων νομισματικής πολιτικής, με παρόμοια λογική όπως για τις αγορές εταιρικών ομολόγων. Μετά την πανδημία, το ύψος των υπερεθνικών πράσινων ομολόγων που έχουν εκδοθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αυξηθεί σημαντικά. Επομένως, θα μπορούσαν ενδεχομένως στο μέλλον τα πράσινα ομόλογα να αποτελούν τα βασικά στοιχεία ενός χαρτοφυλακίου ομολόγων του Ευρωσυστήματος».
Για να καταλήξει πως: «Κλείνοντας αυτήν την ομιλία, θα αναφέρω τη δήλωση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες, κατά την έναρξη της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή στο Ντουμπάι: «τα ζωτικά σημεία της Γης εξασθενούν […] ενώ για να αποφευχθεί η καταστροφή της χρειαζόμαστε συνεργασία και πολιτική βούληση». Η τρέχουσα συγκυρία, αυτή των πολλαπλών κρίσεων, χρειάζεται ακριβώς αυτό, διεθνή συνεργασία και ισχυρή πολιτική δέσμευση, συντονισμένες ενέργειες με παρακολούθηση και αξιολόγηση, διακυβέρνηση χωρίς αποκλεισμούς, ενεργό συμμετοχή της κοινωνίας, και βέβαια πρόσβαση σε επαρκείς χρηματοδοτικούς πόρους, με έμφαση στις πιο ευάλωτες περιφέρειες και κοινωνικές ομάδες».