
Για ποιο λόγο αναβάθμισε σε θετικό το outlook της χώρας η S&P; Γιατί όμως «βλέπει» ανάπτυξη 2,5% το΄23;
Του Γιάννη Χαλκιαδάκη. Την αξιολόγηση της Ελλάδας στη βαθμίδα BB+ (μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική), επιβεβαίωσε 0 οίκος αξιολόγησης S&P, ενώ αναβάθμισε σε θετικό από σταθερό το outlook, καθώς όπως επισημαίνεται στην έκθεση, οι ελληνικές δομικές μεταρρυθμίσεις και η ανθεκτικότητα της οικονομίας, σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή στήριξη, έχουν βελτιώσει τα οικονομικά της κυβέρνησης και τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα.
Παράλληλα, σημειώνεται πως η Ελλάδα επέστρεψε σε πρωτογενές πλεόνασμα, μετά την πιο ταχεία δημοσιονομική σύγκλιση το 2022 και αναμένεται περαιτέρω βελτίωση τα επόμενα χρόνια, με τις επενδύσεις να έχουν αυξηθεί στο 21% του ΑΕΠ στα τέλη του 2022, ενισχυμένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία τριετία, ενώ ο οίκος αναμένει διατήρηση αυτής της τάσης, με βάση και τα κεφάλαια που είναι διαθέσιμα από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Βέβαια, ο οίκος διευκρινίζει πως θα μπορούσε να αναβαθμίσει την Ελλάδα εντός των επόμενων 12 μηνών, εφόσον διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία έως το 2026, λέγοντας ότι μια αναβάθμιση εξαρτάται και από τη διατήρηση των δομικών μεταρρυθμίσεων από την επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις επικείμενες εθνικές εκλογές, ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Στον αντίποδα, η Standard&Poors’ θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές σε σταθερές εντός του επόμενου έτους, εάν η εκτέλεση του προϋπολογισμού αποκλίνει σημαντικά από τις τρέχουσες προβλέψεις και επιδεινωθούν πέραν των προβλέψεων οικονομικές ανισορροπίες, όπως το ήδη αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Ταυτοχρόνως, η ελληνική οικονομία έχει αποδειχθεί ανθεκτική παρά τις δύσκολες εξωτερικές μακροοικονομικές συνθήκες, με την οικονομική δραστηριότητα να έχει αναπτυχθεί κατά 5,9% σε πραγματικούς όρους το 2022, ξεπερνώντας κατά πολύ τα προ – πανδημίας επίπεδα, παρά την ενεργειακή κρίση για την Ελλάδα και τους εμπορικούς της εταίρους. Όσον αφορά τις επενδύσεις, αυξήθηκαν στο 21,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, αυξημένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2019, με τις εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ να εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες την τελευταία δεκαετία.
Σύμφωνα με την έκθεση, ο οίκος βλέπει ότι η οικονομική ανάπτυξη θα φτάσει τουλάχιστον το 2,5% το 2023 και ύστερα αναμένει να κυμανθεί κατά μέσο όρο λίγο κάτω από το 3% την περίοδο 2024 – 2026, παρουσιάζοντας σταθερές επενδυτικές προοπτικές και χωρίς σημάδια εξασθένησης της τουριστικής ισχύος.
Όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs), οι προσπάθειες για την εξυγίανση των ισολογισμών έχουν αποφέρει καρπούς, καθώς μειώθηκαν στο 8,2% τον Δεκέμβριο του 2022, ποσοστό που αν και εξακολουθεί να είναι υψηλό, είναι πολύ χαμηλότερο από το αποκορύφωμα του 49,2% τον Ιούνιο του 2017. Ωστόσο, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με την ποιότητα των κεφαλαίων των τραπεζών, ο χρηματοπιστωτικός τομέα εμφανίζεται πιο σταθερός από ότι τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, ο οίκος τονίζει πως οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν να αποδίδουν καρπούς, με τις ελληνικές αρχές, να έχουν επικεντρωθεί στη βελτίωση της ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, εξέλιξη που ενισχύει τα έσοδα παράλληλα με τον υψηλό πληθωρισμό, ενώ εκτιμά ότι το 2022 θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα, γεγονός που σηματοδοτεί σημαντική εξυγίανση( όπως και πράγματι έγινε με το οριακό πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ το 2022).
Σημειώνεται πως τον Ιανουάριο του 2023, η χώρα έλαβε τη δεύτερη πληρωμή του Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 3,6 δισ. ευρώ, έπειτα από την πρόοδο όσον αφορά τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για την αποδέσμευση της χρηματοδότησης, με το ποσό αυτό να ανεβάζει τις συνολικές εκταμιεύσεις στα 11,1 δισ. ευρώ, από το μέγιστο κονδύλιο των 30,5 δισ. ευρώ επιχορηγήσεων και δανείων που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα μέχρι το 2026. Μάλιστα, ο S&P πιστεύει πως το σχέδιο μεταρρυθμίσεων παρέχει σταθερότητα και αναμένεται να ενθαρρύνει τη συνέχιση του ρυθμού των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, γεγονός που ενισχύει την ανταγωνιστικότητα και τη μελλοντική εξυπηρέτηση του ελληνικού χρέους.
Τελικά, οι αξιολογήσεις του οίκου για την Ελλάδα εξακολουθούν να περιορίζονται από τις αυξημένες εξωτερικές ανισορροπίες, με το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να έχει διευρυνθεί στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022, ενώ η αποκλιμάκωση των τιμών της ενέργειας μαζί με την περαιτέρω αύξηση της τουριστικής δραστηριότητας στηρίζουν την προσδοκία του οίκου, ότι το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μετριαστεί τα επόμενα χρόνια.
Ωστόσο, αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά μεγάλο σε ονομαστικούς όρους, το προφίλ του δημοσίου χρέους της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως, με την υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ, να έχει μειώσει σημαντικά τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, το καθαρό χρέος κορυφώθηκε στο 188% του ΑΕΠ το 2020 και η Standard&Poors’ εκτιμάει ότι θα μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2023. Όμως, η χώρα μας ξεχωρίζει μεταξύ των ομολόγων της ΕΕ ως προς την ταχύτητα μείωσης του λόγου χρέους το 2022, με τον οίκο να προβλέπει περαιτέρω μείωση κατά την περίοδο 2024 – 2026, εν μέσω σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και βελτίωσης των δημοσιονομικών επιδόσεων.