1. Home
  2. Το πρωτοσέλιδο
  3. Πώς αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s
Πώς αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s

Πώς αναβάθμισε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s

0

Διατήρησε την αξιολόγηση της Ελλάδας, ο  αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s στην πιστοληπτική βαθμίδα ΒΒΒ- (το χαμηλότερο επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας), αναβάθμισε ωστόσο  τις προοπτικές (outlook) της ελληνικής οικονομίας σε θετικές από σταθερές. Υπενθυμίζεται ότι ο οίκος είχε δώσει στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα στις 20 Οκτωβρίου 2023, για πρώτη φορά μετά την έκρηξη της κρίσης χρέους της χώρας την περίοδο 2009-2010.

Ο Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης έκανε την ακόλουθη δήλωση:  «Η περαιτέρω αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από την Standard & Poor’s μέσα σε πολύ λίγους μήνες (αφού η Ελλάδα ανέκτησε την επενδυτική βαθμίδα οι «προοπτικές» μετατράπηκαν από σταθερές σε θετικές) είναι μία ακόμα απόδειξη ότι οι προσπάθειες της Ελλάδας πιάνουν τόπο.

Είναι όμως και μία απάντηση σε όσους συνεχώς γκρινιάζουν και προσπαθούν να υποβαθμίσουν τις θετικές εξελίξεις των τελευταίων πέντε ετών: την χωρίς προηγούμενο αύξηση των εξαγωγών, το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει σημειώσει ρεκόρ στις άμεσες ξένες επενδύσεις, τη μεγάλη μείωση της ανεργίας κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες και το ότι τελευταία έχουμε πενταπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.

Η αναγνώριση της σημαντικής προόδου από όλους τους διεθνείς οργανισμούς και τους οίκους αξιολόγησης δεν μας εφησυχάζει. Αντίθετα, μας δίνει δύναμη να συνεχίσουμε την προσπάθεια και να προωθήσουμε όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν την ελληνική οικονομία ακόμη πιo ψηλά.

Προσπερνάμε την μικρόψυχη κριτική και προχωρούμε μπροστά με ταχύτητα και αποφασιστικότητα».

 Σύμφωνα με την ανάλυση του  οίκου, οι ελληνικές αρχές έχουν αναλάβει μια ευρεία ατζέντα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και αντιμετωπίζουν μακροχρόνιες δυσχέρειες. Παρά την κάποια πρόσφατη εξασθένηση των οικονομικών στοιχείων, η οικονομική ανάπτυξη έχει ξεπεράσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης, μια τάση που η S&P αναμένει ότι θα συνεχιστεί, σημειώνοντας πως: «Ο προηγουμένως πολύ μεγάλος δείκτης καθαρού χρέους της Ελλάδας προς το ΑΕΠ μειώνεται και θα συνεχίσει να μειώνεται, αν επαληθευτούν οι προσδοκίες μας για δημοσιονομική πειθαρχία και σχετικά ισχυρή ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ»  και προσθέτει: «Επομένως, αναθεωρήσαμε τις προοπτικές μας για την Ελλάδα σε θετικές από σταθερές και επιβεβαιώσαμε τη  βαθμίδα στο BBB-».

Οι θετικές προοπτικές, σημειώνει ο αμερικανικός οίκος, αντανακλούν την προσδοκία του ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να ενθαρρύνει τη μείωση του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να ξεπερνά εκείνη των ομολόγων της χώρας στην Ευρωζώνη.

Όσον αφορά το σκεπτικό της κίνησής του ως προς τη θετική αναθεώρηση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας, ο αμερικανικός οίκος σημειώνει ότι, μετά την επανεκλογή της Νέας Δημοκρατίας στην κυβέρνηση το 2023, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη σκιαγράφησε και άρχισε να εφαρμόζει μια ισχυρή μεταρρυθμιστική ατζέντα με στόχο να ξεμπλοκάρει τα διαρθρωτικά σημεία συμφόρησης που εμποδίζουν την οικονομική ανταγωνιστικότητα της χώρας.

Οι μακροχρόνιοι βασικοί προβληματικοί τομείς της Ελλάδας που έχουν σημειώσει περιορισμένη πρόοδο μέχρι στιγμής, όπως οι νομικές μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμίσεις στον τομέα της υγείας, έχουν τώρα, σύμφωνα με την S&P, αξιόπιστα σχέδια εφαρμογής που πρόκειται να αναπτυχθούν σε μια πορεία χρόνου. Κατά τη γνώμη του οίκου αξιολόγησης, ο βασικός κίνδυνος εφαρμογής είναι να εμφανιστεί το φαινόμενο της μεταρρυθμιστικής “κόπωσης” πριν αναληφθεί η κατάλληλη δράση, ιδιαίτερα εάν τα βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα δεν γίνονται αισθητά σε όλη την κοινωνία.

Τα οικονομικά στοιχεία τα τελευταία τρίμηνα ήταν ελαφρώς χειρότερα από ό,τι ανέμενε ο αμερικανικός οίκος, με το πραγματικό ΑΕΠ να επεκτείνεται κατά ένα υγιές 2% για το 2023. Τα δημοσιονομικά έσοδα, από την άλλη πλευρά, δεν έχουν αμβλυνθεί, με τα ενοποιημένα εγχώρια φορολογικά έσοδα να αυξάνονται κατά 6,2% το 2023. Κατά την άποψή του αμερικανικού οίκου, αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το συνδυασμό του ακόμη υψηλού πληθωρισμού πέρυσι (ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή παρουσίαση άνοδο κατά 4,2%) και των “μερισμάτων” από τις δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιοποίησης και της φορολογικής συμμόρφωσης.

Μεσοπρόθεσμα, και ιδιαίτερα εάν διατηρηθεί η δυναμική των μεταρρυθμίσεων, η S&P θεωρεί ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να δει ταχύτερη ανάπτυξη από τους ομολόγους της στην ευρωζώνη. Προβλέπει δε ότι το πραγματικό ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά μέσο όρο κατά 2,4% την περίοδο 2024-2027, αντανακλώντας μια απτή ανάκαμψη της επενδυτικής δραστηριότητας που οφείλεται στα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης, στους βελτιωμένους ισολογισμούς τόσο των νοικοκυριών όσο και του τραπεζικού συστήματος και το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμα περίπου 22% μικρότερο από το υψηλότερο σημείο στο οποίο είχε φτάσει προ της κρίσης χρέους του 2010.

Όπως και άλλες μικρές ανοικτές οικονομίες, η Ελλάδα παραμένει εκτεθειμένη σε μεταβαλλόμενους “ανέμους” στην παγκόσμια οικονομία και σε συνεχιζόμενους γεωπολιτικούς κινδύνους. Τα παραπάνω περιλαμβάνουν μια πιθανή οικονομική επιβράδυνση που μπορεί να επηρεάσει τους σημαντικούς τομείς που συνδέονται με το εξωτερικό όπως του τουρισμού ή της ναυτιλίας ή μια νέα ξαφνική άνοδο των τιμών της ενέργειας. Αυτές οι εξελίξεις θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη βελτιωμένη δυναμική των πιστωτικών στοιχείων της Ελλάδας, εκτιμά ο οίκος. Περιοριστικοί παράγοντες στην πιστοληπτική αξιολόγηση της χώρας παραμένουν, όπως αναφέρει, το ακόμη μεγάλο απόθεμα κρατικού χρέους και η σχετικά αδύναμη εξωτερική θέσης ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας.

Στο μεταξύ, συνεντεύξεις στα τηλεοπτικά δίκτυα του Bloomberg και του CNBC παραχώρησε ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης με την ευκαιρία της επίσκεψής του στην Ουάσιγκτον, όπου συμμετείχε στις εργασίες της Εαρινής Συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ο υπουργός παρουσίασε την πρόοδο που έχει επιτύχει η ελληνική οικονομία ως προς την ανάπτυξη, τις επενδύσεις, τη μείωση του Δημοσίου χρέους, σημείωσε τις επενδύσεις αμερικανικών επιχειρήσεων στη χώρα καθώς και την επιτυχία των διαδικασιών αποεπένδυσης του Δημοσίου από τις τράπεζες ενώ υπογράμμισε την ανάγκη βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικότητας τόσο για την Ελλάδα όσο και για την ΕΕ.

Ο κ. Χατζηδάκης υπογράμμισε μεταξύ άλλων τα εξής:

Για την Ευρώπη: Χρειαζόμαστε περισσότερο αποτελεσματική Ευρώπη. Η λέξη κλειδί είναι η «ανταγωνιστικότητα». Για το λόγο αυτό θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας την έκθεση Λέτα, την έκθεση Nτράγκι που θα δημοσιευθεί τους επόμενους μήνες, να προχωρήσουμε με τον τρίτο πυλώνα της τραπεζικής ένωσης, να βελτιώσουμε τους μηχανισμούς της ενιαίας αγοράς και να εξετάσουμε εναλλακτικούς μηχανισμούς που αφορούν σε κοινές προμήθειες σε συγκεκριμένους τομείς προκειμένου να ενισχύσουμε την ανταγωνιστικότητα στην ΕΕ. Αυτό φυσικά θα ήταν ωφέλιμο και για την Ελλάδα καθώς αποτελεί κράτος – μέλος της ΕΕ.

Εντούτοις, ανεξάρτητα από τις πολιτικές που αποφασίζονται στις Βρυξέλλες, εμείς θα συνεχίσουμε με το ίδιο μείγμα οικονομικής πολιτικής προκειμένου να προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις στην Ελλάδα καθώς αυτό είναι το μυστικό για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι που αμερικανικοί κολοσσοί όπως οι Pfizer, JP Morgan, Sisco, Google, Amazon, Microsoft αποφάσισαν μετά από πολλά χρόνια να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα ή να επενδύσουν για πρώτη φορά στη χώρα.

Για την ανάπτυξη: Ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας είναι 5πλάσιος από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, παρά τις επιπτώσεις από τις διεθνείς εξελίξεις και από τις μεγάλες φυσικές καταστροφές που έπληξαν τη χώρα μας. Και αυτό υπογραμμίζει την επιτυχία στο μείγμα πολιτικής που ακολουθούμε, που έχει βασιστεί σε δύο πυλώνες. Δημοσιονομική πειθαρχία από την μία πλευρά και μία φιλοεπενδυτική προσέγγιση από την άλλη.

Για το χρέος: Υπάρχει εντυπωσιακή μείωση του δημοσίου χρέους της Ελλάδας. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει καταγράψει την πιο μεγάλη μείωση στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στόχος μας είναι να συνεχίσουμε στο δρόμο της δημοσιονομικής σοβαρότητας προκειμένου να πετύχουμε ακόμα καλύτερα αποτελέσματα. Αν δει κανείς τις μελέτες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τον ΟΟΣΑ και άλλους διεθνείς οργανισμούς φαίνεται ότι αποδέχονται ότι υπάρχει ορατή πρόοδος της ελληνικής οικονομίας και φυσικά μείωση του δημοσίου χρέους της χώρας τα τελευταία 4,5 χρόνια κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη.

Για την οικονομική κρίση: Η χώρα την περασμένη δεκαετία είχε μία πολύ δραματική εμπειρία, αλλά μάθαμε το μάθημά μας. Αυτή η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να ακολουθήσει στην ίδια κατεύθυνση, προκειμένου να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις και να μειώσει ακόμα περισσότερο την ανεργία. Θα συνεχίσουμε να είμαστε αξιόπιστοι και να πετυχαίνουμε ορατά αποτελέσματα. Φυσικά υπάρχουν μαθήματα που πρέπει να πάρει η Ευρώπη.

Ωστόσο, δική μας προτεραιότητα είναι η ελληνική οικονομία. Για το λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια των συζητήσεων που είχαμε για το νέο ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας και την ευελιξία που δόθηκε σε συγκεκριμένα κράτη – μέλη τόνισα ότι ανεξάρτητα από τους κανονισμούς, η Ελλάδα θα συνεχίσει στον δρόμο της δημοσιονομικής σταθερότητας. Και αυτό γιατί, εκτός της επιτήρησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, έχουμε και επιτήρηση από τις διεθνείς αγορές και τους επενδυτές.

Για τις τράπεζες: Οι τράπεζές μας πλήρωσαν στο παρελθόν τα λάθη του κράτους αλλά πλέον προχωρούν μπροστά. Πρόσφατα είχαμε τέσσερις διαδικασίες αποεπένδυσης στις τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας που ολοκληρώθηκαν με ιδιαίτερη επιτυχία. Ήταν ψήφος εμπιστοσύνης από τους διεθνείς επενδυτές και την αγορά στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα.

Για τις αμυντικές δαπάνες: Η Ελλάδα δαπανά ήδη το 3% του ΑΕΠ για την άμυνα και βρίσκεται στη δεύτερη θέση στην κατάταξη των ευρωπαϊκών χωρών μελών του ΝΑΤΟ, μετά την Πολωνία. Άρα έχουμε πιάσει τους στόχους που είχαν τεθεί και θεωρώ ότι όλα τα κράτη-μέλη πρέπει να συμμορφωθούν με τους κανονισμούς.

Για το ενδεχόμενο επανεκλογής του κ. Τραμπ: Ως Ευρώπη δεν μπορούμε να παρέμβουμε. Θα σεβαστούμε την απόφαση των Αμερικανών ψηφοφόρων και θα προσπαθήσουμε να συνεργαστούμε με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Πιστεύω πραγματικά ότι, δεδομένων των διεθνών αναταράξεων, ΕΕ και ΗΠΑ είναι «καταδικασμένες» να συνεργαστούν. Φυσικά υπάρχουν διαφορετικές οπτικές, δεν το υποτιμώ, ωστόσο έχουμε πολλά κοινά, κοινές αξίες και σε ένα βαθμό και τα ίδια συμφέροντα. Άρα πρέπει να συνεργαστούμε και πιστεύω ότι θα το καταφέρουμε».