1. Home
  2. Το πρωτοσέλιδο
  3. Στην αναβάθμιση της αξιολόγησης της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε η Standard & Poor’s
Στην αναβάθμιση της αξιολόγησης της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε η Standard & Poor’s

Στην αναβάθμιση της αξιολόγησης της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα, προχώρησε η Standard & Poor’s

0

Του Γιάννη Χαλκιαδάκη. Για την παραπάνω από θετική και  εύγλωττη έκθεση της S&P, αναφέρθηκε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης,  μετά τη δημοσιοποίηση της απόδοσης της  επενδυτικής βαθμίδας  από  τον οίκο αξιολόγησης,   μετά από 13 χρόνια.

Σύμφωνα με τον ίδιο:«Η S&P είναι ο τέταρτος κατά σειρά οίκος αξιολόγησης και ο δεύτερος αναγνωρισμένος από την ΕΚΤ που αποδίδει τους τελευταίους μήνες επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα μετά από 13 χρόνια. Η ίδια η έκθεση της S&P είναι παραπάνω από θετική και τόσο εύγλωττη που προσωπικά δεν έχω τίποτε να προσθέσω. Ας τη διαβάσουν όσοι κατ’ εξακολούθηση προσπαθούν να υποτιμήσουν τις προσπάθειες και τα αποτελέσματα της κυβερνητικής πολιτικής στην οικονομία.

Η χώρα είναι μπροστά σε ένα ιστορικό παράθυρο ευκαιρίας καθώς συνδυάζονται το σωστό μείγμα οικονομικής πολιτικής με την πολιτική σταθερότητα. Και είναι πατριωτικό μας καθήκον να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία και να προχωρήσουμε μπροστά προς όφελος όλων των Ελλήνων, ιδιαίτερα δε των ασθενέστερων.

Όπως υπογράμμισα πρόσφατα και στο ECOFIN, η Ελλάδα ανεξάρτητα από την έκβαση των διαπραγματεύσεων που είναι σε εξέλιξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση για τους νέους κανόνες δημοσιονομικής σταθερότητας, είναι και θα παραμείνει προσανατολισμένη στην πολιτική της δημοσιονομικής σοβαρότητας. Πολιτική που αποτελεί τη μοναδική σταθερή βάση για την διατήρηση της αξιοπιστίας της χώρας στις διεθνείς αγορές, την προσέλκυση επενδύσεων και την διατηρήσιμη ανάπτυξη».

Συγκεκριμένα, στην αναβάθμιση της αξιολόγησης της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, και ειδικότερα στο ΒΒΒ- από BB+,  μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, με σταθερό το outlook, προχώρησε ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standad & Poor’s,  επειδή συντρέχουν οι ακόλουθοι παράγοντες:

1. Η σημαντική δημοσιονομική εξυγίανση που έχει επιτευχθεί, η οποία υποστηρίζεται από ταχεία ανάκαμψη της οικονομίας και έχει σαν αποτέλεσμα, η ελληνική κυβέρνηση να υπερκαλύπτει τους δημοσιονομικούς στόχους που η ίδια θέτει.

2. Η καθαρή εντολή που έλαβε η Νέα Δημοκρατία στις εκλογές, η οποία επιτρέπει στην κυβέρνηση να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις.

3. Η συνεχιζόμενη μείωση του δημοσίου χρέους το οποίο σύμφωνα με την S&P αναμένεται να διαμορφωθεί στο 145% του ΑΕΠ το 2023 και στο 138 % το 2026, έναντι 189 % του ΑΕΠ το 2020.

Ο οίκος σημειώνει ακόμη ότι ενώ το χρέος παραμένει υψηλό, «το προφίλ του είναι ένα από τα πιο ευνοϊκά από όλα τα κράτη που αξιολογούμε καθώς η μέση σταθμισμένη διάρκεια του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης ήταν 17,2 έτη στο τέλος Ιουνίου 2023 και οι πληρωμές τόκων αντιστοιχούν σε σχετικά χαμηλό (5,6%) ποσοστό των εσόδων της γενικής κυβέρνησης».

Όπως επισημαίνεται στην έκθεση: «Η ανάκαμψη από την κρίση χρέους και στη συνέχεια από την πανδημία Covid-19 ενίσχυσε την αύξηση των επενδύσεων και την εμπιστοσύνη στην οικονομία. Η ταχεία ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο στη μείωση της φοροδιαφυγής και σε βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα.

Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, της ναυτιλίας και της μεταποίησης τα τελευταία χρόνια, παράλληλα με την πρόοδο στην πώληση και διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώθησαν σε πρόσθετες επενδύσεις».

Σημειώνεται ακόμη το υψηλότερο ποσοστό ανάπτυξης σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ, παρά τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών. Και αυτό λόγω των επιδόσεων – ρεκόρ στον τουρισμό, της αύξησης των επενδύσεων, της μείωσης της ανεργίας και της βελτίωσης της χρηματοδότησης της οικονομίας. Επίσης, ότι ο πληθωρισμός αρχίζει να εξομαλύνεται και βαδίζει προς τον στόχο της ΕΚΤ για επίπεδα κάτω του 2%.

Πιο αναλυτικά και σύμφωνα με τον οίκο, τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας βελτιώνονται χάρη στις προσπάθειες δημοσιονομικής εξυγίανσης, καθώς μετά την κρίση χρέους του 2009 – 2015, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στην αντιμετώπιση των οικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών της χώρας.

Ο οίκος αναμένει ότι οι περαιτέρω διαρθρωτικές οικονομικές και δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με τα μεγάλα κονδύλια της ΕΕ, θα στηρίξουν την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη την περίοδο 2023 – 2026, αλλά  και τη συνεχή  μείωση του δημόσιου χρέους.

Επίσεις ο οίκος αναμένει ότι η κυβέρνηση θα πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα τουλάχιστον 1,2% του ΑΕΠ φέτος, υπερβαίνοντας τον στόχο του 0,7%, παρά το σημαντικό δημοσιονομικό κόστος λόγω των πρόσφατων πυρκαγιών και πλημμυρών.

Ακόμα προβλέπει  ένα μέσο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού της τάξης του 2,3% του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2024-2026, ενώ  οι πολιτικές πιέσεις πιθανόν να περιπλέξουν την ικανότητα της κυβέρνησης να διατηρήσει μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, εξέλιξη που θα μπορούσε να επιβραδύνει την πρόοδο στη μείωση του χρέους στα τελευταία έτη του ορίζοντα των προβλέψεών.