
Γιατί η Fitch, με την νέα αξιολόγηση, διατήρησε την χώρα στο BBB- με σταθερό outlook
Στα ίδια επίπεδα, διατήρησε την Ελλάδα ο οίκος Fitch, κρατώντας την χώρα σε ΒΒΒ- και τις προοπτικές σταθερές, όπως ακριβώς τον περασμένο Ιούνιο, όταν και έδωσε την επενδυτική βαθμίδα.
Ειδικότερα και σύμφωνα με τη Fitch, η ελληνική αξιολόγηση στηρίζεται από τα υψηλά επίπεδα κατά κεφαλήν ΑΕΠ και τους δείκτες διακυβέρνησης που ευθυγραμμίζονται με τη μέση αξιολόγηση ΒΒΒ, καθώς και από αξιόπιστο πλαίσιο πολιτικής που στηρίζεται από τη συμμετοχή στην ΕΕ και την ευρωζώνη.
Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή έχει επιταχυνθεί τα τελευταία χρόνια, με βάση τη βελτίωση στα θεμελιώδη και την αξιοπιστία πολιτικής, αναφέροντας ότι αυτά τα πλεονεκτήματα συνοδεύονται από τις κληρονομιές της κρίσης δημόσιου χρέους.
Ιδίως στον πολύ υψηλό, αλλά σταθερά μειούμενο λόγο χρέους προς ΑΕΠ, καθώς και στη σημαντική απώλεια οικονομικής παραγωγής, το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων, τις επίμονες εξωτερικές ανισορροπίες και τα κληροδοτημένα από το παρελθόν ενδεχόμενα βάρη από τον τραπεζικό τομέα.
Ο οίκος υπογραμμίζει πως περιμένει συνέχεια στην ισχυρή δημοσιονομική πολιτικής και το 2025-6. Το φετινό έλλειμμα προϋπολογισμού αναμένεται περί το 1% του ΑΕΠ, σε επίπεδα χαμηλότερα από το μέσο έλλειμμα 2,6% για τις χώρες με αξιολόγηση ΒΒΒ και 3,1% που αποτελεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα έσοδα ενισχύονται από τη βελτίωση στην είσπραξη φόρων, ενώ οι δαπάνες παραμένουν υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο.
Παράλληλα, η Fitch προβλέπει ότι το πρωτογενές πλεόνασμα θα παραμείνει σε επίπεδα άνω του 2% του ΑΕΠ, τουλάχιστον ως το 2026, θεωρώντας το σχέδιο αξιόπιστο, σημειώνοντας ότι «Η δέσμευση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική συνέπεια ενισχύθηκε πρόσφατα από το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2025 και το μεσοπρόθεσμο σχέδιο που εκπονήθηκε σύμφωνα με το αναθεωρημένο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ.
Η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να διατηρήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα σημαντικά κάτω από το 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και να διασφαλίσει τη συνεχή μείωση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ, με βάση μια μέτρια πορεία αύξησης των πρωτογενών δαπανών, τη νέα βασική μεταβλητή στους ευρωπαϊκούς κανόνες».